-
1 ἐπιδαπαντικός
A fit for displaying or showing off,ἤθους καὶ πάθους Luc.Salt.35
; ἡ ἐπιδεικτική display, Pl.Sph. 224b.2. ἐ. λόγοι speeches for display, set orations, D.61.2;ἐ. γένος λόγων Arist.Rh. 1358b8
; ὁ ἐ. declamatory speaker, ib. 1359a15, cf. Plu.Comp.Dem.Cic.1. Adv.-κῶς, πολεμεῖν Id.Luc.11
;ἐ. ἔχειν Isoc.4.11
: [comp] Comp.-ώτερον, γράφε ν Plu.2.28e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδαπαντικός
-
2 ῥῶσις
A strengthening, trength,ῥ. καὶ θρέψις σωμάτων S.E.M.11.97
; (Nubia, ii or iii A.D.); κοινὴν ἅπασι πορίζεται ῥῶσιν Chor.in Lib.4p.524R.
См. также в других словарях:
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
επιδεικτικός — ή, ό (AM ἐπιδεικτικός, ή, όν) 1. κατάλληλος για επίδειξη 2. φρ. «ἐπιδεικτικοὶ λόγοι», «ἐπιδεικτικὸν εἶδος ρητορικής» έντεχνα ρητορικά εγκώμια, πανηγυρικοί λόγοι ή δικανικοί που προβάλλονταν από ρητοροδιδασκάλους νεοελλ. 1. αυτός που έχει την τάση … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek